-
1 палец
-льца α.δάχτυλο, δάκτυλος•большой палец το μεγάλο δάχτυλο (αντίχειρας)•
указательный палец (δάχτυλο) ο δείχτης•
средний палец το μεσαίο δάχτυλο, δάκτυλος ο μέσος•
безымянный палец (δάκτυλος) ο παράμεσος•
в палец толщиной χοντρός όσο το δάχτυλο•
пальцы у перчатки τα δάχτυλα του γαντιού•
считоть по -цам μετρώ στα δάχτυλα•
тбкать кого -ем κεντώ (σκουντώ) κάποιον με το δάχτυλο•
показывать на кого -ем δαχτυλοδειχτώ κάποιον.
εκφρ.палец о палец не ударить – δεν κάνω απολύτως τίποτε, αδιαφορώ τελείως, καθόλου δε με νοιάζει•- льда в рот не клади кому – μη εκμεταλλεύεσαι τη δυσχερή θέση κάποιου•- ем двинуть (шевельнуть) – κουνώ λίγο το δαχτυλάκι (κάνω μικρή προσπάθεια)•- ем не двинуть (не шевельнуть) – δεν κουνώ ούτε το δάχτυλο (δεν κά,νω καμιά προσπάθεια)•- ем не тронуть кого-что – δεν θίγω (δεν πειράζω) κανέναν, τίποτε•смотреть (глядеть) на что сквозь -ы – κάνω πως δε βλέπω (ενώ βλέπω ανάμεσα από τα δάχτυλα)•по -ам можно пересчитать (перечесть) – είναι ολιγάριθμοι (μπορούν να μετρηθούν στα δάχτυλα)•как по -ам(объяснить, рассказать – κ.τ.τ.) σαφέστατα, ολοκάθαρα,σταράτα, φαρσί•как свой пять -ев (знать) – κάλλιστα (γνωρίζω).